- ἀπαλοί
- ἀπό-ἀλόωpres subj mp 2nd sgἀπό-ἀλόωpres ind mp 2nd sgἀπό-ἀλόωpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαλοί — (hapales). Γένος θηλαστικών της οικογένειας των απαλιδών, της τάξης των πρωτευόντων. Είναι πίθηκοι ιθαγενείς της Νότιας Αμερικής με μικρό σώμα σε σύγκριση με τους άλλους πιθήκους. Το μήκος τους φτάνει μόλις τα 30 εκ. μαζί με το κεφάλι, ενώ το… … Dictionary of Greek
ἀπαλοῖ — ἀπό ἀλέω grind pres opt act 3rd sg (attic epic doric) ἀπό ἀλόω pres ind mp 2nd sg ἀπό ἀλόω pres opt act 3rd sg ἀπό ἀλόω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλοί — ἁπαλός soft to the touch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
σφίγκτης — ὁ, Α [σφίγγω] (κατά τον Ησύχ.) «σφίγκται οἱ κίναιδοι, καὶ ἁπαλοί» … Dictionary of Greek
αρκτοπίθηκοι — Οικογένεια πλατύρρινων πιθήκων που περιλαμβάνει το γένος που είναι γνωστότερο ως απαλοί (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
Φλινκ, Γκόβαερτ — (Flinck, Κλέβε 1615 – Άμστερνταμ 1660). Ολλανδός ζωγράφος. Περίπου το 1631 εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ, όπου και εργάστηκε στο εργαστήριο του Ρέμπραντ. Ζωγράφισε πίνακες με ιστορικά και βιβλικά θέματα, καθώς και προσωπογραφίες, που διακρίνονται… … Dictionary of Greek